- δεξιώνυμος
- δεξιώνυμος, -ον (Α)1. όποιος έχει αίσιο, ευοίωνο όνομα2. ο δεξιός («χερσὶ δεξιωνύμοις», Αισχ.)[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + -ώνυμος < όνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού όνομα (πρβλ. ανώνυμος, ετερώνυμος, παντώνυμος κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.